- πλησιάσω
- πλησιάζωbring nearaor subj act 1st sgπλησιάζωbring nearfut ind act 1st sgπλησιάζωbring nearaor ind mid 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αντιπαρέρχομαι — (AM ἀντιπαρέρχομαι) νεοελλ. 1. αποφεύγω να κάνω μνεία («αντιπαρέρχομαι τις ύβρεις») 2. προσπερνώ κάτι, αδιαφορώ για κάτι 3. φρ. «αντιπαρέρχομαι τον κίνδυνο» ξεφεύγω, γλυτώνω από τον κίνδυνο αρχ. 1. περνώ δίπλα σε κάποιον χωρίς να τον πλησιάσω,… … Dictionary of Greek
βολτατζάρω — 1. περπατώ αργά, κάνω βόλτες 2. πλέω με βόλτες για να πλησιάσω απάνεμη παραλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. volteggiare «στριφογυρίζω, τριγυρίζω»] … Dictionary of Greek
πελασείω — Α επιθυμώ να πλησιάσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πελă τού πελάζω / πελάσ(σ)αι + εφετική κατάλ. (σ)είω (πρβλ. πολεμη σείω)] … Dictionary of Greek
φθάνω — ΝΜΑ, και φτάνω Ν, και φθάζω ΜΑ 1. (για πρόσ. και πράγμ.) καταλήγω εκεί όπου κατευθύνομαι, έρχομαι κάπου (α. «τί ώρα θα φτάσουμε στο νησί;» β. «μέχρι εδώ φτάνει η μυρουδιά τών λουλουδιών» γ. «φθάσε σήμερον γοργὸν νὰ πᾷς στὸν μύλον», Πρόδρ. δ.… … Dictionary of Greek
Αρβάλης, Παναγιώτης — (Τρίπολη 1779 – Βυτίνα 1821).Φιλικός. Έμπορος στο επάγγελμα, προσέφερε πολύτιμες υπηρεσίες στην προετοιμασία του Αγώνα. Το 1819, σε ηλικία 40 ετών, κατηχήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον Νικηφόρο Παμπούκη και διορίστηκε ταμίας της Εφορείας που… … Dictionary of Greek
γνεύω — και γνέφω έγνεψα, κάνω νεύμα κουνώντας το κεφάλι, τα μάτια ή τα χέρια: Μου έγνεψε να πλησιάσω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)